- κηροζίνη
- Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζει γενικά όλα τα ορυκτέλαια. Έτσι, αυτή η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείται ως γενική έννοια μόνο όταν δεν προκαλεί παρανοήσεις. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται οι όροι κοίτασμα πετρελαίου, πηγές πετρελαίου κλπ., ωστόσο χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι απόσταξη ακατέργαστου πετρελαίου (αργό πετρέλαιο) ή ιδιότητες του ακατέργαστου πετρελαίου. Τα τελευταία χρόνια επικράτησε η χρήση της λέξης κ., ο οποίος χαρακτηρίζει επίσης το πετρέλαιο της θερμικής διάσπασης ή πυρόλυσης. Η κ. αποτελεί συστατικό των κλασμάτων της απόσταξης 150°C και 310°C, μαζί με τη γαζολίνη της πυρόλυσης και των περισσότερο βαρέων ελαίων (που καλούνται κυκλικά) ή των προϊόντων ανακύκλωσης στις εγκαταστάσεις πυρόλυσης. Από τα κλάσματα αυτά λαμβάνονται διάφορες ποιότητες κ., που προορίζονται για διαφορετικές χρήσεις και έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: άριστη ποιότητα, με ειδικό βάρος 0,813 και σημείο ανάφλεξης 30°C· δεύτερη ποιότητα, με ειδικό βάρος 0,820 και σημείο ανάφλεξης 25°C· τρίτη ποιότητα, με ειδικό βάρος 0,820-0,824 και σημείο ανάφλεξης 22°C.
Η περισσότερο συνηθισμένη και κοινή χρήση της κ. είναι αυτή του καυσίμου σε μικρές και μεσαίες εγκαταστάσεις θέρμανσης ή ως καύσιμο αεροπλάνων.
κ. ή κεροζένιο. Ονομασία που έχει δοθεί στο κλάσμα της απόσταξης του πετρελαίου που συλλέγεται μεταξύ 175°C και 325°C. Πρόκειται για μείγμα από υδρογονάνθρακες διαφόρων τύπων. Πριν από την ευρεία διάδοση του αυτοκινήτου, η κ. προοριζόταν μόνο για φωτισμό (φωτιστικό πετρέλαιο). Σήμερα, όμως, υποβάλλεται σε διαδικασία πυρόλυσης και μετατρέπεται σε βενζίνη καλής ποιότητας. Η κ. χρησιμοποιείται στις λάμπες φωτισμού, στους εναλλακτικούς κινητήρες και κυρίως ως καύσιμο σε μικρές εγκαταστάσεις θέρμανσης και σε κινητήρες αντίδρασης.
* * *και κεροζίνη, ηχημ. προϊόν τού πετρελαίου υπό τη μορφή άχρωμου ή ελαφρώς κίτρινου υγρού, το οποίο χρησιμοποιείται για φωτισμό ή ως καύσιμο τών μηχανών εσωτερικής καύσεως, αλλ. παραφινέλαιο ή φωτιστικό πετρέλαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kerosene < keros- (πρβλ. κηρός) + -ene, κατάλ. που στη χημική ορολογία χαρακτηρίζει τις ακόρεστες ανθρακικές ενώσεις].
Dictionary of Greek. 2013.